- προσαυδώ
- -άω, Α1. μιλώ προς κάποιον, απευθύνομαι σε κάποιον μιλώντας του, προσαγορεύω («καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα», Ομ. Ιλ.)2. (ενεργκαι παθ.) μιλώ σχετικά με κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + αὐδῶ «μιλώ, λέω»].
Dictionary of Greek. 2013.